- εὔπετρος
- εὔπετρος, ον,A of good hard stone, AP6.306.8 ([place name] Aristo).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εύπετρος — εὔπετρος, ον (Α) αυτός που γίνεται από σκληρό και ωραίο λίθο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πέτρα] … Dictionary of Greek
εὔπετρον — εὔπετρος of good hard stone masc/fem acc sg εὔπετρος of good hard stone neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια … Dictionary of Greek